Ο Pavlos (Διονυσόπουλος) γεννήθηκε στην Φιλάτρα της Μεσσηνίας το 1930. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών τεχνών της Αθήνας (1949-1953) με δάσκαλο το Γ. Μόραλη. Το 1954 με υποτροφία του γαλλικού κράτους πήγε στο Παρίσι, ενώ την περίοδο 1955-1958 εργάστηκε στην Αθήνα για τη διαφήμιση και το θέατρο. Το 1958 έφυγε ξανά για το Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Το 1960 γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον P. Restany. Παρόλο που οι αναζητήσεις του συγγενεύουν και συμπορεύονται με αυτές των νεορεαλιστών, των καλλιτεχνών της ποπ αρτ και της επιστροφής στην παραστατικότητα, ποτέ δεν εντάχθηκε σε κανένα απ' αυτά τα κινήματα.
Δημιουργεί τα πρώτα έργα του με κομμένα χαρτιά περιοδικών και στη συνέχεια γοητεύεται από το μέγεθος και τα χρώματα των αφισών των παρισινών δρόμων και του μετρό και ανακαλύπτει το βασικό δομικό υλικό των έργων του. Κόβει τις αχρησιμοποίητες αφίσες (τυπογραφικά δοκίμια, κακέκτυπα που φέρουν πολλαπλές εκτυπώσεις εικόνων και χρωμάτων) με τη μηχανή τού τυπογραφείου (massicot) σε λωρίδες, τις οποίες συναρμόζει σε κατακόρυφες πυκνές επαλληλίες, ώστε να φαίνονται από την κόψη τους και να σχηματίζουν επιτοίχιες αφηρημένες συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων. Οργανώνει το υλικό του με ορθολογιστικό πνεύμα, περιορίζοντας το ρόλο του τυχαίου.
Επεξεργαζόμενος την αρχική ιδέα, προχωράει το 1965 σε ένα δεύτερο στάδιο ανάπτυξης της: σε μια καμπυλόγραμμη, κυματοειδή «μπαρόκ» οργάνωση, με έντονο το στοιχείο της κίνησης, που συνοδεύεται από μεγαλύτερη χρωματικότητα. Στη συνέχεια μέσα από τις αναδιπλώσεις του χαρτιού, αρχίζουν να μορφοποιούνται τα πρώτα εικονιστικά μοτίβα Καταναλωτικά αγαθά και καθημερινά αντικείμενα λουλούδια και δέντρα, αρχικά μεγεθυσμένα με διάθεση γιγαντισμού, εγκλωβίζονται μέσα σε φύλα πλεξιγκλάς, απομονώνονται από το περιβάλλον τους, αποφορτίζονται από τη χρήση, τη λειτουργία και τις ιδιότητες τους. Η εμμονή σε συγκεκριμένα θέματα, ο χειροτεχνικός χαρακτήρας με τους λεπτούς, σύνθετους και περίτεχνους συνδυασμούς του χαρτιού, η πλαστικότητα και η πλούσια χρωματικότητα που προκύπτει από το ίδιο το υλικό -ποτέ δε χρησιμοποιεί πινέλα και χρώματα- γίνονται βασικά χαρακτηριστικά της δουλειάς του.
Τα έργα του ξεπερνούν την απλή ρεαλιστική καταγραφή, αποτυπώνουν την «ιδέα» των αντικειμένων, ποιητικές όψεις της καθημερινότητας και της φύσης αποπνέουν ζωντάνια, προσεγγίζουν εκδοχές της αλήθειας, μετατρέπονται σε σύμβολα. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 δημιουργεί μια σειρά από περιβάλλοντα (Ναός, Μπουτίκ για άντρες Διάδρομος, Αίθουσα διαλέξεων, Δάσος), όπου η απόσταση ανάμεσα στο θεατή και το έργο καταργείται. Το 1973 οργανώνει μια εκδήλωση (Museum Folkwang, Essen, Γερμανία) που θα επαναλάβει και αργότερα: με ειδική κόλλα βραδείας πήξεως σχεδιάζει φιγούρες αθλητών σ' έναν τοίχο, που τις αποκαλύπτουν οι θεατές πετώντας χρωματιστά κομφετί. Το 1973 καταπιάνεται μ' ένα θέμα της παραδοσιακής ζωγραφικής, τη νεκρή φύση, ενώ σε συνθέσεις της δεκαετίας του '70 χρησιμοποιεί διάφορα ευτελή βιομηχανικά υλικά. Οι νεκρές φύσεις με καρπούς, μπουκάλια και αντικείμενα αναπτύσσονται συμμετρικά στο χώρο γύρω από κάθετους άξονες και διακρίνονται για την αληθοφανή χρωματικότητα τους, τις ανεπαίσθητες τονικές διαβαθμίσεις που δημιουργούν οι ακμές του χαρτιού, και την καλλιέπεια των μορφών με τη «βελούδινη οπτική» των επιφανειών τους.
Το 1980 εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, όπου πραγματοποιεί μια εγκατάσταση των εργασιών του σε bolduc: μονοχρωματικούς πίνακες και κολόνες από καρούλια με bolduc και συνθέσεις με επαναλαμβανόμενους ημι-κυλινδρικούς όγκους από χαρτί περιτυλίγματος. Το 1985 παρουσιάζει το περιβάλλον Σημαίες (Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Πινακοθήκη Πιερίδη): οι 12 γιγάντιες σημαίες της ευρωπαϊκής ένωσης δημιουργούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, συμβολίζοντας την ενότητα των κρατών αλλά και την αναγκαιότητα διαφύλαξης της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας. Παράλληλα με την τεχνική που έχει αναπτύξει, από τη δεκαετία του '80 πειραματίζεται σε νέους τρόπους επεξεργασίας και χρήσης του χαρτιού τής αφίσας, ενώ η θεματογραφία του εμπλουτίζεται. Σε μια ενότητα έργων του το φυσικό περιβάλλον κυριαρχεί. Κόβοντας το χαρτί σε μικρά κομμάτια ή σε μακρόστενες λεπτές λωρίδες που συνταιριάζει παράλληλα, «συνθέτει», με αναφορές στον ιμπρεσιονισμό και την ποπ αρτ, ανθισμένα λιβάδια, ανοιχτούς ορίζοντες, τοπία με δέντρα, χωράφια και θάλασσες με εκτυφλωτικά χρώματα και ευδαιμονική διάθεση, αποτυπώνοντας τη γη, τον ουρανό, το νερό και τη χλόη σαν κάτι ζωντανό, που κινείται και εξελίσσεται. Διαρκώς επίσης επανέρχεται σε παλιότερα θέματα με ευρηματικότητα, κατορθώνοντας να αποφύγει τη μονοτονία και την επανάληψη: κορμοί δέντρων με μεταλλικές ίνες, κυπαρίσσια στο χώρο που επαναφέρουν τη θεματική τού δάσους, κολλάζ με βιτρίνες καταστημάτων, ρούχα, τρισδιάστατες νεκρές φύσεις που προσαρτώνται πάνω σε ορθογώνια ταμπλό που φέρουν χρωματικές επεμβάσεις σ' ένα ψευδαισθητικό παιχνίδι. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 η παραγωγή του έχει ως θέμα το εργαστήριο του, το χώρο εργασίας με τα πινέλα, τα χρώματα, τις παλέτες και τα καβαλέτα.
Η πρώτη ατομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι (GalerieJ, 1964) και από τότε έχει συνεργαστεί με μεγάλες ευρωπαϊκές γκαλερί (Sonnabend, Ιόλα, κλπ). Μετά την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (Ινστιτούτο Γκαίτε, 1971), γίνονται εκθέσεις στην Ελλάδα τακτικά. Έχει συμμετάσχει σε σημαντικά γεγονότα που ανέδειξαν την ελληνική avant-garde σκηνή τέχνης στο εξωτερικό, όπως το AvantgardeGriechenland (Βερολίνο, 1968) και το ‘οκτώ καλλιτέχνες, οκτώ στάσεις, οκτώ Έλληνες’ (ICA, Λονδίνο, 1975). Εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1980 και επίσης συμμετείχε στο φεστιβάλ Europalia (Βέλγιο, 1982). Το 1997, διοργανώθηκε αναδρομική του έκθεση στη Θεσσαλονίκη (Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης), και παρουσιάστηκε επίσης στην Αθήνα (Εργοστάσιο ΑΣΚΤ). Το έργο του Ποδοσφαιριστές βρίσκεται στο σταθμό «Ομόνοια» του Μετρό της Αθήνας.